Κνώπος

Κνώπος
Αρχαία πόλη και μικρός ποταμός της Βοιωτίας. Δεν έχουν εξακριβωθεί οι θέσεις τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κινώπετον — κινώπετον, τὸ (Α) 1. δηλητηριώδες ζώο 2. (ειδ.) φίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κνώψ, κνωπός «δηλητηριώδες ζώο. φίδι» σχηματίστηκε με ανάπτυξη τού φωνήεντος ι μεταξύ τών συμφώνων κν και εμφανίζει επίθημα ετον (πρβλ. μάσπ ετον, όρπ ετον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”